- ὑπερτελέσαι
- ὑπερτελέωoverleapaor inf actὑπερτελέσαῑ , ὑπερτελέωoverleapaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μήτε — (ΑΜ μήτε) (σύνδ.) και όχι (α. «μήτε εγώ τό είπα, μήτε αυτός» β. «μήτε μέγαν μήτ οὖν νεαρῶν τιν υπερτελέσαι μέγα δουλείας γάγγαμον», Αισχύλ.) νεοελλ. ουδέ, μηδέ, ούτε («μήτε να σέ ξαναδώ στα μάτια μου»). [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μή] … Dictionary of Greek